- χωράφια
- χωρά̱φια , χωράφιονsmall farmneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόκκινα Χωράφια — Οικισμός (221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άρουρα — η (AM ἄρουρα) 1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή 2. τα χωράφια, οι αγροί 3. η γη, το έδαφος 4. το χώμα 5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο 6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ ya < (αθέμ … Dictionary of Greek
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek
κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… … Dictionary of Greek